Ιστορίες από την Παλιά Αθήνα
Μια καθ’ όλα μορφωτική επίσκεψη στη παλιά Βαρβάκειο …
(Ακολουθεί αυτούσιο άρθρο από την ηλεκτρονικής έκδοση του Πρώτου Θέματος, και στο τέλος ακολουθεί μια σύντομη παράγραφος σχολίων από εμένα.)
“Ψωνίζω καβάλα” είναι μια απαξιωτική έκφραση που χρησιμοποιούσαν τα παλιά χρόνια οι κρεοπώλες, ιχθυοπώλες και μανάβηδες γι’ αυτούς που ψώνιζαν βιαστικά, από μακριά, χωρίς δηλαδή να πλησιάσουν το εμπόρευμα, να το ψάξουν και να το εκτιμήσουν σωστά και εκ του “σύνεγγυς”. Εδώ όμως που τα λέμε, άμα είσαι άσχετος και προκειμένου περί… ψαριών, τι να κάνεις;
Ας επιχειρήσουμε λοιπόν να μπούμε στην ψαραγορά κάπου το 1920, ελπίζοντας όλο και κάτι να μάθουμε, μπας και γίνουμε λιγότερο άσχετοι!
«Εις την καρδιάν της Κεντρικής Αγοράς, υπό το υαλοσκεπές, το θέαμα των Αθηναίων αγοραζόντων ψάρια είνε αρκετά ενδιαφέρον. Όταν μάλιστα ο θεατής κατάγεται από κανένα “ψαρότοπο”, το θέαμα είνε και διασκεδαστικόν. Διότι σχεδόν κατά κανόνα, οι χερσαίοι είνε πολύ αδαείς εις την προμήθειαν αυτήν. Δεν γνωρίζουν ποια ψάρια είνε καλής ποιότητος, απατώνται εις τον βαθμόν της νωπότητός των, εις το είδος, εις τα ονόματά των, εις την προέλευσίν των και αφήνωνται ανυπεράσπιστοι εις τους δόλους των πωλητών.
Ιδού π.χ. ένας μαρμάρινος πάγκος ιχθυοπώλου. Λαμποκοπούν οι σωροί των ψαριών επί των οποίων ο παμπόνηρος καταστηματάρχης περιφέρει το μεγάλο σφουγγάρι και τα ραντίζει ανά τρία λεπτά. Υπάρχει μεγάλη ποικιλία. Ένας σωρός από κυανίζουσας μένουλες, άλλος σωρός από σαργούς με τον μαύρον φιόγγον εις την αρχήν της ουράς και τον άλλον εις τον λαιμόν, παρά πάνω ένα πλήθος μπάφες παρατεταγμένες εις την σειράν ως νεοσύλλεκτοι και εις το κέντρον του πάγκου ολόκληρος λόφος ιχθυδίων αντιπροσωπευόντων τον μικρόκοσμον των Ελληνικών όρμων.
Προ του καταστήματος συγκεντρώνονται αρκετοί αγορασταί. Ο ιχθυοπώλης σοβαρός και αξιοπρεπής κρατεί την ζυγαριάν και εξασκεί το έργον του, με την τελετουργικότητα της Θέμιδος. Ο υπάλληλος με τις λαδωμένες αφέλειες, το ανοικτόν υποκάμισον και το κόκκινο ζουνάρι διαλαλεί και λέγει:
-Πάρτε τσιπούρες του Μεσολογγίου, πάρτε κεφαλόπουλα, πάρτε μπαρμπούνια.
Ο χερσαίος κόσμος ψωνίζει μετ’ εμπιστοσύνης. Έξαφνα ένας υψηλός άνθρωπος με μαύρον κασκέτο πλησιάζει το εμπόρευμα και ψιθυρίζει εις τον πωλητήν:
-Γιατί κοροϊδεύεις τον κόσμο;
-Πως είπατε κύριος;
-Αυτά είνε σαργοί, δεν είνε τσιπούρες, ούτε κεφαλόπουλα είνε αυτά. Μπάφες είνε.
-Μπάφες-κέφαλοι πρώτα ξαδέρφια κύριος.
Ο καταστηματάρχης από το ύψος του στενοχωρείται. Ο ενοχλητικός άνθρωπος πρέπει ν’ απομακρυνθή. Νεύει εις τον υπάλληλον. Ο συμβιβασμός γίνεται. Ο ειδικός εις την ιχθυολογίαν προμηθεύεται εις ευθυνοτέραν τιμήν διαλεκτά τα ψάρια του και απομακρύνεται εγκαίρως δια την υπόληψιν του καταστήματος. Πριν φύγη όμως ρίπτει την τελευταίαν οβίδα. Κρυφά λέγει εις μίαν κυρίαν που διαπραγματεύεται ν’ αγοράση κάτι μεγάλα ψάρια ευρισκόμενα εις ένα καλάθι.
-Μην πάρετε κυρία. Είνε σμέρνες.
-Δηλαδή;
-Πώς να σας πω. Αυτά βγαίνουν στην στεριά και σμίγουν με τα φίδια.
Η κυρία αφήνει το γλοιώδες ψάρι με τις μαυροκίτρινες γραμμές να της πέση από τα χέρια και αποσύρεται έντρομος. Αλλά κάτι πρέπει να ψωνίση. Το δουλάκι της στέκει πίσω και περιμένει. Η κυρία επικαλείται την συνδρομήν του υποχρεωτικού ανθρώπου που ξέρει τόσο καλά από ψάρια.
-Να πάρω απ’ αυτά κύριε;
-Αυτά είνε σάλπες. Μην τα κυττάτε που έχουν χρυσά χρώματα. Το κρέας τους είνε σαν χορτάρι.
-Απ’ εκείνα εκεί; Και δείχνει τον σωρόν με την ποικιλίαν των ιχθυδίων.
Ο άνθρωπος που γνωρίζει από ψάρια χώνει την χονδρήν παλάμην του εις τον σωρόν και παίρνει μερικά και ψιθυρίζει: “Χάνος είμαι χάνομαι, πέρκα είμαι πιάνομαι”.
-Φρέσκα είνε αλλά όλο κόκκαλα. Κι επιτέλους φεύγει.
Έρχονται άλλοι αγορασταί και έπειται άλλοι. Οι περισσότεροι “ψωνίζουν καβάλα”. Κάποιος ζητεί ν’ αγοράση ένα μεγάλο πλατύ ψάρι με χονδρόν δέρμα. Ενταύθα ο καταστηματάρχης αφήνη μέρος της ασυνειδησίας του.
-Ξέρετε να το γδάρετε κύριε;
-Τι; Θέλει και γδάρσιμο; Τι είνε αυτό;
-Γουρουνόψαρο με το συμπάθειο. Για πλακί φίνο. Μα… είπαμε… θέλει γδάρσιμο…
Έξαφνα δύο γερά παιδιά φέρνουν ένα μεγάλο κασσόνι. Το κασσόνι ανοίγεται. Συγκίνησις εις το πλήθος των αγοραστών. Το περιεχόμενον παρατάσσεται επάνω εις το μάρμαρον. Ο υπάλληλος με τις αφέλειες παίρνει ηρωικό ύφος.
-Ωχ, ωχ, ωχ. Μας ήρθανεεεεε. Ωχ λακέρδες μία φορά. Θάλασσα μυρίζουνε οι κοπέλλες μας, θάλασσα.
Εννοείται ότι δεν πρόκειται περί λακέρδας. Είνε κοινοτάτη παλαμίδα, η οποία εν τούτοις είνε νόστιμη την εποχή αυτήν της ωοτοκίας. Οι καλοφαγάδες γνωρίζουν τον γαστρονομικόν αυτόν κανόνα: Και το ανοστώτερον ψάρι αποκτά γευστικότητα όταν ευρίσκεται εις την ενδιαφέρουσαν αυτήν κατάστασιν.
Παρακάτω δύο συμπολίται συνομιλούν μυστηριωδώς κάμνοντες κριτικήν επί του εμπορεύματος άλλου πάγκου. Ο ένας είνε συγγραφεύς επιθεωρήσεων, ο άλλος δημοσιογράφος. Ο τελευταίος καθ’ ο νησιώτης είνε ιχθυογνώστης, διδάσκων προθύμως τον φίλον του.
-Τι ψάρι είνε αυτό που είνε κομμένο σε μεγάλα κόκκινα κομμάτια;
-Τόννος.
-Υποθέτω όμως βαρύς για το στομάχι. Αυτό το ψάρι που έχει βούλα στη μέση;
-Χριστόψαρο. Έχει το νοστιμώτερο ζουμί.
-Θα πάρω μπαρμπούνια. Κύτταξέ τα.
Ο ειδήμων γελά σαρκαστικώς.
-Μπαρμπούνια αυτά; Καλέ σεις οι στεριανοί είστε για γέλια. Κοτσομούρες είνε. Δεν βλέπεις τις μαυροκίτρινες γραμμές τους και την πλατειά μούρη τους;
-Και υπάρχει διαφορά;
-Τεράστια. Το μπαρμπούνι είναι ψάρι του αφρού, η κουτσομούρα ζη στο βούρκο. Άνοστα φίλε μου. Μπαρμπούνι ιμιτασιόν.
Και το μάθημα της ιχθυογνωσίας εξακολουθεί. Οι θαλασσινοί διδάσκουν τους χερσαίους, κάτω από την υαλίνην στέγην υπό την οποίαν βομβεί η μάλλον έντονος ζωή. Εν των μεταξύ, οι παμπόνηροι ιχθυοπώλαι καταγίνονται να εξαπατήσουν τους αγοραστάς. Η θερμότης εκτελεί αδυσωπήτως την φθοράν. Κάποιος σωρός αρχίζει ν’ αποσυντίθεται. Ο καταστηματάρχης βγάζει από μίαν κασσέλαν ψάρια νωπότερα, ανακατευμένα με κομμάτια πάγου και τα σκορπίζει επιτηδείως επάνω εις τα μπαγιάτικα. Όσοι δεν γνωρίζουν το τέχνασμα την παθαίνουν, διότι ο δίσκος της ζυγαριάς χώνεται πάντοτε εις το βάθος και το διάλεγμα απαγορεύεται.
-Κάτω τα χέρια κύριος. Όλα πάνε μαζί.
Συμπέρασμα. Εις τα σχολεία των Αθηνών έπρεπε να διδάσκεται και ολίγη ιχθυολογία. Έτσι οι Αθηναίοι δεν θα έτρωγαν σκυλλόψαρα νομίζοντες ότι τρώγουν σφυρίδες και θ’ αποφεύγουν το σελάχι που έχει δια τον στόμαχον την επίδρασιν τρικυμίας».
(“Αθήναι”, Ιούλιος 1920, Στέφανος Δάφνης)
(Αναδημοσίευση από άρθρο στο πρώτο θέμα του Θωμά Σιταρά 27/1/2016)
Έτσι λοιπόν συνάδελφοι, παραλληλίζοντας την παραπάνω ιστορία στον συνδικαλιστικό μικρόκοσμο των Δικαστικών Επιμελητών, σκέψεις που αφορούν όλες τις παρατάξεις και όλους μας, να έχετε πάντα υπόψη σας.
– Μερικές παρατάξεις πετάνε τα σάπια ψάρια που έτυχε να υπάρχουν στον πάγκο τους, ενώ κάποιες άλλες είναι ακριβώς αυτό το σκάρτο εμπόρευμα που πετάχθηκε.
-Μην ψωνίζεται από μακριά (Καβάλα), ασχοληθείτε και λίγο, προς το συμφέρον σας και το συμφέρον του κλάδου είναι.
-Μην βάζετε φίδια –σμέρνες, στο τραπέζι σας.
– Μην βάζετε μικρόψαρα που είναι όλο κόκαλα, (μικροπαρατάξεις χωρίς πρόγραμμα και χωρίς κανένα ενδιαφέρον και μέλλον)
-Όταν ψηφίζεται τον καλό κολλητό σας, σκεφτείτε ότι μαζί με αυτόν μπορεί να σας πασάρουν και το από κάτω μπαγιάτικο σάπιο εμπόρευμα. Ο δίσκος της ζυγαριάς χώνεται βαθιά και το διάλεγμα απαγορεύεται.
-Όταν παρουσιάζεται κάποιος γνώστης των πραγμάτων και ασκεί κριτική, τότε άρον άρον τον διώχνουν, σε μας συνήθως με μια ρετσινιά «Μεγαλοτραπεζίτης….», να μην του χαλά το «μικρομάγαζο» και αφυπνίζει την «πελατεία» του.
-Μην αγοράζεται σάλπες για τσιπούρες.
Και τέλος να εμπιστεύεστε μόνο το καλό εμπόρευμα, (το καλό πρόγραμμα), γιατί οι πωλητές των μικροπάγκων, συνέχεια και ευρηματικά θα σας εξαπατούν.