ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΑΠ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΙΔΟΣΗ ΔΙΑΤΑΓΗΣ ΠΛΗΡΩΜΗΣ ΕΠΙ ΑΓΝΩΣΤΟΥ ΔΙΑΜΟΝΗΣ ΟΦΕΙΛΕΤΗ

Μετά από απόφαση της Ε.Γ. της ΟΔΕΕ ζητήσαμε μέσω του Προέδρου κ. Νικολάου Γιάννη, γνωμοδότηση   από τον κ. Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου σχετικά με την επίδοση της διαταγής πληρωμής (που εκδόθηκε πριν την 1η– 01- 2016) η οποία αρχικά επιδόθηκε στον γνωστής διαμονής ή έδρας οφειλέτη εντός της Ελληνικής Επικράτειας, ο οποίος σήμερα έχει καταστεί αγνώστου διαμονής εάν είναι σύννομο να επιδοθεί  σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 135 ΚΠΟΛΔ (επίδοση σε πρόσωπο άγνωστης διαμονής).

Σήμερα  λάβαμε την  με αριθμό 2/2023 γνωμοδότηση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου κ. Περικλή Δράκου, την οποία σας παραθέτουμε παρακάτω.

ΠΡΟΣ ΤΟΝ κ. ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΟΥ  ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Θέμα: ΑΙΤΗΜΑ ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗΣ κατ’ άρθρο 25 § 2 Ν. 1756/88

Αξιότιμε Κύριε Εισαγγελέα,

Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 624 παρ. 2 του ΚΠΟΛΔ όπως ίσχυε πριν από την τροποποίησή του με το Ν. 4335/2015  δεν είναι δυνατό να εκδοθεί διαταγή πληρωμής και αν εκδόθηκε είναι άκυρη, αν η επίδοσή της πρέπει να γίνει σε πρόσωπα που διαμένουν στο εξωτερικό ή η διαμονή τους είναι άγνωστη.

Με την τροποποίηση που επήλθε στο συγκεκριμένο άρθρο με το Ν. 4335/2015 προστέθηκε στο παραπάνω άρθρο μετά την φράση «η διαμονή του είναι άγνωστη» η φράση «εκτός  αν έχει αντίκλητο νόμιμα διορισμένο σύμφωνα  με το άρθρο 142 ΚΠΟΛΔ (έναρξη ισχύος 1- 1- 2016).

Παράλληλα το άρθρο 631 ΚΠΟΛΔ όπως τροποποιήθηκε με το Ν. 4335/2015  και ισχύει προβλέπει την αναστολή της εκτελεστότητας  της διαταγής πληρωμής που εκδόθηκε κατά προσώπου με άγνωστη διαμονή ή με διαμονή ή έδρα στο εξωτερικό, όσο διαρκεί η προθεσμία για την άσκηση ανακοπής σύμφωνα με το άρθρο 632 ΚΠΟΛΔ όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει.

 Τα τελευταία έτη παρατηρείτε οι  πληρεξούσιοι δικηγόροι κυρίως πιστωτικών ιδρυμάτων να παραγγέλλουν Δικαστικό Επιμελητή να επιδώσει αντίγραφο εξ απογράφου διαταγής πληρωμής με επιταγή στους οφειλέτες, τόσο για διαταγές εκδοθείσες πριν την 01-01-2016 (οι οποίες έχουν επιδοθεί νόμιμα στους οφειλέτες πριν την 01- 01- 2016), όσο και για διαταγές πληρωμής εκδοθείσες μετά την 01- 01- 2016, οι οποίοι (οφειλέτες) πλέον έχουν καταστεί αγνώστου διαμονής και δεν έχουν νόμιμα διορισμένο αντίκλητο, η δε επίδοση να λάβει χώρα σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 135 ΚΠΟΛΔ περί άγνωστης διαμονής, προκειμένου στη συνέχεια να δώσουν εντολή προς εκτέλεση και να προχωρήσουν στην κατάσχεση ακίνητης περιουσίας των ως άνω οφειλετών.

Ορισμένοι Εισαγγελείς Πρωτοδικών αρνούνται να παραλάβουν τα αντίγραφα εξ απογράφων των διαταγών πληρωμής με την αιτιολογία ότι δεν  είναι σύννομη η επίδοση της διαταγής πληρωμής με τις διατάξεις περί αγνώστου διαμονής.

 Επειδή το θέμα είναι μείζον και αφορά όλους τους Δικαστικούς Επιμελητές  της Επικράτειας, τόσο ως όργανα επίδοσης όσο και ως όργανα αναγκαστικής εκτέλεσης, όπως επίσης και τους κ.κ. Εισαγγελείς Πρωτοδικών που παραλαμβάνουν τα αντίγραφα των διαταγών πληρωμής, αιτούμεθα την εκ μέρους σας σχετική γνωμοδότηση, κατ’ άρθρο 25 § 2 Ν. 1756/1988 επί του κάτωθι ερωτήματος:

 Διαταγή πληρωμής που εκδόθηκε προ  την 01-01-2016 η οποία αρχικά επιδόθηκε στον γνωστής διαμονής ή έδρας οφειλέτη εντός της Ελληνικής Επικράτειας, ο οποίος σήμερα έχει καταστεί αγνώστου διαμονής είναι σύννομο να επιδοθεί  σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 135 ΚΠΟΛΔ (επίδοση σε πρόσωπο άγνωστης διαμονής) και να ακολουθήσει αναγκαστική εκτέλεση βάσει της συγκεκριμένης επίδοσης του αντιγράφου εξ απογράφου της διαταγής πληρωμής με επιταγή προς εκτέλεση;

Με τιμή

Ο Πρόεδρος

ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΓΙΑΝΝΗΣ

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ                                          

Αθήνα 3 Φεβρουάριου 2023

Αριθμ. Πρωτ. : 7498/22

ΕΙΣΑΓΓΕΛΙΑ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ                                      

Αριθμός γνωμ/σεως: 2

Προς: Την Ομοσπονδία Δικαστικών Επιμελητών Ελλάδος

Θέμα: Επίδοση διαταγής πληρωμής επί αγνώστου διαμονής οφειλέτη

Επί του ερωτήματος, που διατυπώνεται στο με αριθμ. πρωτ. 6180/2022 έγγραφό σας, για το εάν δηλαδή «διαταγή πληρωμής που εκδόθηκε προ την 01-01-2016, η οποία αρχικά επιδόθηκε στον γνωστής διαμονής ή έδρας οφειλέτη εντός της Ελληνικής Επικράτειας, ο οποίος σήμερα έχει καταστεί αγνώστου διαμονής είναι σύννομο να επιδοθεί σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 135 Κ.Πολ.Δ. (επίδοση σε πρόσωπο άγνωστης διαμονής) και να ακολουθήσει αναγκαστική εκτέλεση βάσει της συγκεκριμένης επίδοσης του αντιγράφου εξ απογράφου της διαταγής πληρωμής με επιταγή προς εκτέλεση ; » σας γνωρίζομε ότι η γνώμη μας είναι η εξής:

Με το άρθρο 623 του Κ.Πολ.Δ. ορίζεται ότι «κατά τις διατάξεις των άρθρων 624 έως 636 μπορεί να ζητηθεί η έκδοση διαταγής πληρωμής για χρηματικές απαιτήσεις ή απαιτήσεις παροχής χρεογράφων, εφόσον πρόκειται για ιδιωτικού δικαίου διαφορά και η απαίτηση, καθώς και το οφειλόμενο ποσό αποδεικνύονται με δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο ή με απόφαση ασφαλιστικών μέτρων, η οποία εκδόθηκε μετά από ομολογία ή αποδοχή της αίτησης του οφειλέτη».

Περαιτέρω με τη διάταξη της δευτέρας παραγράφου του άρθρου 624 του Κ.Πολ.Δ. οριζόταν ότι «δεν είναι δυνατόν να εκδοθεί διαταγή πληρωμής, και αν εκδόθηκε είναι άκυρη αν η επίδοση πρέπει να γίνει σε πρόσωπα που διαμένουν στο εξωτερικό ή η διαμονή τους είναι άγνωστη», η ίδια δε διάταξη μετά την τροποποίηση που έλαβε χώρα με το άρθρο τέταρτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015 στα άρθρα 591 έως 645 του ανωτέρω Κώδικος, έχει ως εξής: <δεν είναι δυνατόν να εκδοθεί διαταγή πληρωμής, και αν εκδοθεί είναι άκυρη, αν η επίδοση πρέπει να γίνει σε πρόσωπο που η διαμονή του είναι άγνωστη, εκτός αν έχει αντίκλητο νόμιμα διορισμένο, σύμφωνα με το άρθρο 142 ΚΠολΔ». Περαιτέρω με το άρθρο 631 του ίδιου πιο πάνω κώδικος, όπως ισχύει, ορίζεται ότι : «η διαταγή πληρωμής αποτελεί τίτλο εκτελεστό. Κατ’ εξαίρεση αναστέλλεται η εκτελεστότητα διαταγής πληρωμής που εκδόθηκε κατά προσώπου με άγνωστη διαμονή ή με διαμονή ή έδρα στο εξωτερικό όσο διαρκεί η προθεσμία για την άσκηση ανακοπής σύμφωνα με το άρθρο 632, επιτρέπεται όμως να ληφθούν ασφαλιστικά μέτρα σύμφωνα με το άρθρο 724». Τέλος, σύμφωνα με τα άρθρα 632 παρ. 1 & 2 και 633 παρ. 2 του ΚΠολΔ, ο οφειλέτης κατά του οποίου στρέφεται η διαταγή πληρωμής δικαιούται να ασκήσει ανακοπή μέσα σε δεκαπέντε εργάσιμες ημέρες από την επίδοση εάν έχει την διαμονή ή την έδρα του στην Ελλάδα και εντός τριάντα ημερών εάν έχει την διαμονή ή την έδρα του στο εξωτερικό ή η διαμονή του είναι άγνωστη, σε περίπτωση δε που η ανακοπή αυτή δεν ασκηθεί εμπροθέσμως, ο δανειστής μπορεί να επαναλάβει την επίδοση της διαταγής πληρωμής και ο οφειλέτης δικαιούται να ασκήσει νέα ανακοπή μέσα σε προθεσμία δέκα πέντε (15) εργασίμων ημερών, μετά την άπρακτη πάροδο της οποίας η διαταγή πληρωμής αποκτά ισχύ δεδικασμένου και υπόκειται μόνο σε αναψηλάφηση.

Από τις παρατεθείσες διατάξεις προκύπτει ότι η αρνητική διαδικαστική προϋπόθεση προς έκδοση διαταγής πληρωμής, που τίθεται με την παράγραφο 2 του άρθρου 624 του Κ.Πολ.Δ., να μην είναι δηλαδή αγνώστου διαμονής το πρόσωπο κατά του οποίου ζητείται η διαταγή, εξαιρουμένης της περιπτώσεως που έχει νομίμως διορισμένο αντίκλητο, πρέπει, κατά γενικό δικονομικό κανόνα, συναγόμενο ιδίως από τη διάταξη του άρθρου 73 του ΚΠολΔ, σύμφωνα με τον οποίο οι διαδικαστικές προϋποθέσεις (θετικές ή αρνητικές) πρέπει να συντρέχουν κατά τη διενέργεια της πράξεως για το έγκυρο της οποίας απαιτούνται, πρέπει να υφίσταται κατά το χρόνο εκδόσεως της διαταγής πληρωμής. Επομένως, αν μετά την έκδοση της διαταγής πληρωμής ο οφειλέτης καταστεί αγνώστου διαμονής (κατά την έννοια του άρθρου 135 παρ. 1 ΚΠολΔ) η διαταγή πληρωμής, κατά την έκδοση της οποίας συνέτρεχε η ως άνω αρνητική διαδικαστική προϋπόθεση, διαφυλάσσει μεν το κύρος της, αναστέλλεται όμως αυτοδικαίως η εκτελεστότητά της, κατ’ άρθρο 631 εδάφιο β’ Κ.Π.Δ. όσο διαρκεί η προθεσμία για την άσκηση της ανακοπής του άρθρου 632 του Κ.Πολ.Δ. (βλ. Σ. ΑΝΔΡΙΤΣΟΥ σε Νέο Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, Χαρ. ΑΠΑΛΑΓΑΚΗ – Στ. ΣΤΑΜΑΤΟΠΟΥΛΟΥ, έκδ. 2022, τόμος 2ος, σελ. 2213-2214) προϋποτιθεμένου βεβαίως ότι ο οφειλέτης έχει διορίσει αντίκλητο ενώ σε περίπτωση μη διορισμού αντικλήτου ισχύει ότι ίσχυε και προ του Ν. 4335/2015, δηλαδή η διαταγή πληρωμής καθίσταται ανενεργής εωσότου ο καθ’ ου αποκτήσει εκ νέου γνωστή διαμονή ή διορίσει νομίμως αντίκλητο (βλ. Χαρ. Παπαδάκη, ΔΙΑΤΑΓΗ ΠΛΗΡΩΜΗΣ (ΘΕΩΡΙΑ ΚΑΙ ΠΡΑΞΗ), εκδ. 2011, σελ. 76-77 και Ν ΤΡΙΑΝΤΟΥ, ΔΙΑΤΑΓΗ ΠΛΗΡΩΜΗΣ … έκδ. 2014, σελ. 32-33). Η διάταξη του άρθρου 624 παρ. 2 του ΚΠολΔ, θέτοντας την ως άνω αρνητική προϋπόθεση, εμπεριέχει αυτοθρόως και απαγόρευση της επιδόσεως της διαταγής στο πρόσωπο του αγνώστου διαμονής οφειλέτη με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 135 του ως άνω Κώδικος. Η προεκτεθείσα ερμηνευτική εκδοχή προάγεται από το ότι ο νομοθέτης, έχοντας θεσπίσει απλή διαδικασία για την έκδοση διαταγής πληρωμής – που ναι μεν δεν είναι δικαστική απόφαση αλλά αποτελεί τίτλο εκτελεστό (άρθρα 631 εδάφιο σ’ και 904 παρ. 2 περ. ε’ ΚΠολΔ) – χωρίς συζήτηση στο ακροατήριο (άρθρο 625 εδάφιο β’ του Κ.Π.Δ.) και με τις προαναφερόμενες σύντομες προθεσμίες για την άσκηση των μέσων αμύνης (ανακοπών) του καθ’ ου η διαταγή, θέλησε συνάμα, με τη ρύθμιση του άρθρου 624 παρ. 2 του ΚΠολΔ, να αποτρέψει την επίδοση της διαταγής πληρωμής υπό τους όρους των άρθρων 135 – 134 του ΚΠολΔ και να διασφαλίσει έτσι στον οφειλέτη τη δυνατότητα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, κατά το πνεύμα των διατάξεων των άρθρων 20 παρ. 1 του Συντάγματος και 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου, που κυρώθηκε με το ν.δ. 53/1974 (Ολ.Α.Π. 10/1996). Το συμπέρασμα αυτό αφορά όλες τις περιπτώσεις των διαταγών πληρωμής ήτοι τόσο εκείνες που εκδόθηκαν προ της 1ης Ιανουάριου 2016 (ημερομηνία ενάρξεως της ισχύος των τροποποιήσεων που επήλθαν με το Ν. 4335/2015) όσο και τις μετά απ’ αυτήν εκδιδόμενες αφού η σχετική ρύθμιση όσον αφορά τους αγνώστου διαμονής οφειλέτες που δεν έχουν διορίσει αντίκλητο δεν επηρεάστηκε από τις ανωτέρω τροποποιήσεις. Προσέτι η αδυναμία επιδόσεως με τον προβλεπόμενο στο άρθρο 135 του Κ.Πολ.Δ. τρόπο δεν μπορεί να ισχύει μόνο για την αρχική επίδοση του άρθρου 630 Α του Κ.Π.Δ. αλλά καταλαμβάνει (για τον ίδιο πιο πάνω παρατεθέντα λόγο) και τη μεταγενέστερη επίδοση, εκείνη δηλαδή της διατάξεως του άρθρου 633 παρ. 2 του ανωτέρω Κώδικος και εφόσον δεν υπάρξει η τελευταία επίδοση ώστε να προκύψει δεδικασμένο επεκτείνεται και στην επίδοση αντιγράφου του απογράφου με επιταγή για εκτέλεση (άρθρ. 924 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ), διότι μόνον έτσι εξασφαλίζεται η αναγκαία γνώση του οφειλέτη για την, μετά την έκδοση της διαταγής πληρωμής και την αρχική επίδοση, εξέλιξη της σε βάρος του διαδικασίας και του παρέχεται η κατά νόμο πληρέστερη προστασία δεδομένου ότι κατά το στάδιο αυτό ήτοι το στάδιο που ακολουθεί της επιδόσεως του άρθρου 633 παρ. 2 του Κ.Π.Δ. προβλέπεται η δυνατότητα ασκήσεως ανακοπής. Συνεπώς δεν επιτρέπεται σε καμία περίπτωση η πλασματική επίδοση διαταγής πληρωμής κατ’ άρθρ. 135-134 του Κ.Πολ.Δ., ως αγνώστου διαμονής σε οφειλέτες, σε βάρος των οποίων έχει εκδοθεί εγκύρως τέτοια διαταγή αφού με την επίδοση αυτή δεν εξασφαλίζεται η αναγκαία γνώση τους όσον αφορά τη λήψη επαχθούς γι’ αυτούς δικαστικού μέτρου και κατ’ επέκταση η δυνατότητα για απρόσκοπτη προβολή των θέσεων και ισχυρισμών τους με την άσκηση των ανωτέρω μέσων αμύνης. Εξυπακούεται βεβαίως ότι εφόσον έχει διορισθεί νομίμως αντίκλητος του καθ’ ου η διαταγή πληρωμής, που ήταν κατά την έκδοση αυτής (για τις μετά την 1-1-2016 περιπτώσεις) ή κατέστη αργότερα (για όλες τις περιπτώσεις) αγνώστου διαμονής, η επίδοση γίνεται στον αντίκλητο, όπως ορίζει η διάταξη του άρθρου 143 παρ. 4 του Κ.Πολ.Δ. και η διαδικασία εξελίσσεται κανονικά.

 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου

ΔΡΑΚΟΣ Περικλής

Συνάδελφοι σας εφιστούμε την προσοχή  τόσο για τις εν λόγω επιδόσεις όσο και τις κατασχέσεις που επιβάλλετε  βάση διαταγών πληρωμής που έχουν επιδοθεί για δεύτερη φορά στον οφειλέτη με τις διατάξεις περί αγνώστου διαμονής. Ακόμη και στην περίπτωση που ο καθ’  ου έχει ασκήσει ανακοπή και αυτή έχει απορριφθεί για τυπικούς λόγους η διαταγή πληρωμής δεν  αποκτά  τελεσιδικία.

Η υπεύθυνη νομοθεσίας της ΟΔΕΕ

Αικατερίνη Γκουρνέλου   

Πηγή: ΟΔΕΕ

ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΤΙΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 51 ΤΟΥ Ν. 2318/1995 ΚΑΘΩΣ ΚΑΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΤΩΝ ΑΡΘΡΩΝ 97 ΚΑΙ 99

Με  το υπ’ αριθμ. 55 άρθρο του Νόμου 5016/2023 (ΦΕΚ 21/Α/4-2-2023)   Διεθνής Εμπορική Διαιτησία – Ρυθμίσεις για τη λειτουργία του Ελεγκτικού Συνεδρίου και λοιπές επείγουσες διατάξεις, αντικαταστάθηκε το άρθρο 51 του ν. 2318/1995 και  με τα άρθρα 56 και 57 του ίδιου Νόμου τροποποιήθηκαν τα άρθρα  97 και 99 αντίστοιχα του ν. 2318/1995, ως εξής:  

Άρθρο 55

Ειδικός διανεμητικός λογαριασμός δικαστικών επιμελητών – Αντικατάσταση άρθρου 51 ν. 2318/1995

1. Το άρθρο 51 του Κώδικα Δικαστικών Επιμελητών [ν. 2318/1995 (Α’ 126)] αντικαθίσταται ως εξής:

«Άρθρο 51

Ειδικός διανεμητικός λογαριασμός

1.Συστήνεται ειδικός διανεμητικός λογαριασμός με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, η οποία εκδίδεται μετά από εισήγηση του διοικητικού συμβουλίου του οικείου συλλόγου δικαστικών επιμελητών, με την απόλυτη πλειοψηφία του αριθμού των μελών του, η οποία επικυρώνεται από τη γενική συνέλευση του συλλόγου, σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 99, με την ειδική πλειοψηφία των δύο τρίτων (2/3) των παρόντων μελών της. Σκοπός του ειδικού διανεμητικού λογαριασμού είναι η διανομή μερίσματος στο σύνολο των ενεργών μελών του οικείου συλλόγου δικαστικών επιμελητών και η ρύθμιση της παρακράτησης των πόρων του. Με την απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης συγκροτείται ελεγκτική επιτροπή για τη νομιμότητα της διαχείρισης του ειδικού διανεμητικού λογαριασμού, η οποία αποτελείται από δύο (2) Πρωτοδίκες της εφετειακής έδρας, στην οποία εδρεύει ο οικείος σύλλογος δικαστικών επιμελητών, με τους αναπληρωτές τους, καθώς και έναν (1) δικαστικό επιμελητή μέλος της διοίκησης του οικείου συλλόγου, με τον αναπληρωτή του. Οι δικαστικοί λειτουργοί ορίζονται μετά από πρόταση του προέδρου του οικείου δικαστηρίου και ο δικαστικός επιμελητής μετά από πρόταση του προέδρου του οικείου συλλόγου δικαστικών επιμελητών.

2.Οι πόροι του ειδικού διανεμητικού λογαριασμού προέρχονται από την υποχρεωτική καταβολή εισφορών, με τη μορφή παρακράτησης, το ποσοστό της οποίας ορίζεται με την απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης της παρ. 1, και το οποίο δεν υπερβαίνει το είκοσι τοις εκατό (20%) επί της δικαιούμενης καθαρής αμοιβής κάθε δικαστικού επιμελητή σε ολόκληρη την επαγγελματική ύλη του, όπως προβλέπεται στην παρ. 2 του άρθρου 1, μετά από αφαίρεση του ποσού της παρακράτησης φόρου. Το ποσοστό του πρώτου εδαφίου δύναται να αναπροσαρμόζεται, τηρουμένου του ανώτατου ορίου του ποσοστού είκοσι τοις εκατό (20%), με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, που εκδίδεται σύμφωνα με την παρ. 1. Με την ίδια απόφαση καθορίζονται η διαδικασία είσπραξης, απόδοσης και διανομής των ποσών που παρακρατούνται, ο χρόνος απόδοσης και διανομής, τα ποσοστά που παρακρατεί ο σύλλογος, καθώς και άλλο θέμα σχετικό με την εφαρμογή της παρούσας.

3.Υπόχρεος προς καταβολή του ποσοστού που παρακρατείται είναι ο δικαστικός επιμελητής, καθώς και οι αστικές εταιρείες δικαστικών επιμελητών, η λειτουργία των οποίων διέπεται από την παρ. 4 του άρθρου 19 του παρόντος και το π.δ. 68/2011 (Α’ 153), τα μέλη των οποίων διενεργούν τις διαδικαστικές πράξεις. Σε περίπτωση καθυστέρησης απόδοσης των παρακρατούμενων ποσοστών από τα υπόχρεα πρόσωπα του πρώτου εδαφίου, επιβάλλεται προσαύξηση σε ποσοστό δέκα τοις εκατό (10%) κατ’ έτος.

4.Ειδικά επί αμοιβών που αφορούν στις επιδόσεις και τις λοιπές διαδικαστικές πράξεις της παρ. 2 του άρθρου 1 του παρόντος, οι οποίες διενεργούνται για λογαριασμό: α) νομικών προσώπων που εμπίπτουν στην περ. α’ της παρ. 1 του άρθρου 14 του ν. 4270/2014 (Α’ 143), β) Ο.Τ.Α. α’ και β’ βαθμού, γ) επιχειρήσεων κοινής ωφελείας, δ) πιστωτικών ιδρυμάτων, ελληνικών και ξένων, ε) νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου, ελληνικών και αλλοδαπών, στα οποία εκχωρούνται η είσπραξη, η εξασφάλιση και η διαχείριση απαιτήσεων πιστωτικών ιδρυμάτων ή νομικών προσώπων στα οποία μεταβιβάζονται δικαιώματα και απαιτήσεις κατά των οφειλετών πιστωτικών ιδρυμάτων, όπως εταιρειών διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις (Ε.Δ.Α.Δ.Π.) και εταιρειών απόκτησης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις (Ε.Α.Α.Δ.Π.) του ν. 4354/2015 (Α’ 176), δύναται να θεσπίζεται με την απόφαση της παρ. 1 του παρόντος υποχρέωση παρακράτησης του ποσοστού και απόδοσής του απευθείας από τον εντολέα στον οικείο σύλλογο δικαστικών επιμελητών. Με την ίδια απόφαση δύναται να ορίζεται το ποσοστό της αμοιβής που παρακρατείται και αποδίδεται στον λογαριασμό του πρώτου εδαφίου της παρ. 1, τηρουμένου πάντως του ανώτατου ορίου του πρώτου εδαφίου της παρ. 2. Το ύψος του ποσοστού της αμοιβής των δικαστικών επιμελητών για τις επιδόσεις και των αμοιβών για τις λοιπές διαδικαστικές πράξεις της παρ. 2 δύναται να είναι είτε όμοιο είτε διαφορετικό.

5.Η αξίωση καταβολής μερισμάτων που δεν ζητήθηκαν από τους δικαιούχους του πρώτου εδαφίου της παρ. 1 μέσα σε αποκλειστική προθεσμία ενός (1) έτους από την ημερομηνία έναρξης της διανομής, παραγράφεται και τα αναλογούντα ποσά περιέρχονται αυτοδικαίως στον ειδικό διανεμητικό λογαριασμό του συλλόγου στον οποίο ανήκει ο δικαιούχος.».

2.Η υπ’ αρ. 36581/12.4.1991 απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης (Β’ 275), περί καθορισμού αποδιδόμενου ποσοστού στον σύλλογο δικαστικών επιμελητών Εφετείων Αθηνών Πειραιώς – Αιγαίου – Δωδεκανήσου από την αμοιβή των μελών του και η υπ’ αρ. 142193/16.12.1996 απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης (Β’ 1176), περί παρακράτησης ποσοστού αμοιβής και διανομής στα μέλη του συλλόγου δικαστικών επιμελητών Εφετείου Θεσσαλονίκης, εξακολουθούν να ισχύουν μέχρι την έκδοση της απόφασης του Υπουργού Δικαιοσύνης της παρ. 1 του άρθρου 51 του Κώδικα Δικαστικών Επιμελητών, όπως αντικαθίσταται με την παρ. 1 του παρόντος.

Άρθρο 56

Αρμοδιότητες Γενικής Συνέλευσης Συλλόγου Δικαστικών Επιμελητών – Τροποποίηση άρθρου 97 ν. 2318/1995

Στο άρθρο 97 του ν. 2318/1995 (Α’ 126) επέρχονται οι εξής αλλαγές: α) προστίθεται τίτλος, β) στην περ. α’ επέρχονται νομοτεχνικές βελτιώσεις, γ) το δεύτερο εδάφιο της περ. γ’ τροποποιείται ως προς την απαιτούμενη απαρτία και πλειοψηφία για τη λήψη απόφασης της Γενικής Συνέλευσης σχετικά με την καθιέρωση ειδικών εισφορών και το άρθρο 97 διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 97

Αρμοδιότητες Γενικής Συνέλευσης Η Γενική Συνέλευση του Συλλόγου είναι αρμόδια για: α) την εκλογή της εφορευτικής επιτροπής κατά το τελευταίο εδάφιο της παρ. 3 του άρθρου 96, β) τον έλεγχο των πεπραγμένων του διοικητικού συμβουλίου, την ψήφιση του ετήσιου προϋπολογισμού εσόδων και εξόδων την έγκριση του απολογισμού και τον έλεγχο της διαχειρίσεως της περιουσίας του Συλλόγου, γ) την καθιέρωση ειδικών εισφορών με καθορισμό συγχρόνως του σκοπού για τον οποίο θα διατεθούν. Για τη λήψη τέτοιας απόφασης απαιτείται η παρουσία του ενός τρίτου (1/3) των μελών του Συλλόγου που διαθέτουν δικαίωμα ψήφου και η ειδική πλειοψηφία των δύο τρίτων (2/3) των παρόντων, δ) την υποβολή προτάσεων κατά το άρθρο 51 του παρόντος,

ε) την απόφαση για κάθε ζήτημα που ενδιαφέρει τον Σύλλογο και τα μέλη του.».

Άρθρο 57

Απαρτία Γενικής Συνέλευσης Συλλόγου Δικαστικών Επιμελητών – Τροποποίηση άρθρου 99 ν. 2318/1995

Στο άρθρο 99 του ν. 2318/1995 (Α’ 126) επέρχονται οι εξής αλλαγές: α) προστίθεται τίτλος, β) στο δεύτερο εδάφιο της παρ. 1 προστίθεται μετά από τη λέξη «δικαίωμα» η λέξη «ψήφου» και επέρχονται νομοτεχνικές βελτιώσεις, γ) στην παρ. 2 διαγράφονται οι λέξεις «με την επιφύλαξη του τελευταίου εδαφίου του άρθρου 51 και της περ. γ’ του άρθρου 97 του παρόντος», δ) στην παρ. 3 προστίθεται νέο δεύτερο εδάφιο και επέρχονται νομοτεχνικές βελτιώσεις και το άρθρο 99 διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 99

Απαρτία Γενικής Συνέλευσης

1. Η Συνέλευση λογίζεται ότι βρίσκεται σε απαρτία εάν παρευρίσκεται το ένα τέταρτο (1/4) τουλάχιστον από τα μέλη που είναι γραμμένα στο μητρώο του συλλόγου, σε κάθε περίπτωση όχι λιγότερα των τριάντα (30). Δεν υπολογίζονται για τη διαμόρφωση της απαρτίας και δεν έχουν δικαίωμα ψήφου τα μέλη που τελούν σε αργία, αναστολή ή δεν έχουν εκπληρώσει τις προς τον σύλλογο και την ομοσπονδία οικονομικές τους υποχρεώσεις.

2. Η συνεδρίαση αρχίζει με τη διαπίστωση της απαρτίας, η οποία θεωρείται ότι υπάρχει σε όλη τη διάρκεια της συζητήσεως και κατά τη λήψη των σχετικών αποφάσεων.

3. Σε περίπτωση που δεν υπάρχει απαρτία, η Συνέλευση επαναλαμβάνεται εντός είκοσι (20) ημερών. Σε αυτήν την περίπτωση, απαρτία υπάρχει, εάν παρευρίσκεται το ένα όγδοο (1/8) τουλάχιστον των μελών του Συλλόγου, και σε κάθε περίπτωση όχι λιγότερα των είκοσι (20) μελών, με την εφαρμογή του δευτέρου εδαφίου της παρ. 1 και της παρ. 2. Αν ματαιωθεί και η συνεδρίαση αυτή από έλλειψη απαρτίας, δεν συγκαλείται πλέον η Συνέλευση, αλλά για τα θέματα της ημερήσιας διάταξης αποφασίζει το διοικητικό συμβούλιο.

4. Στις συνεδριάσεις της συνελεύσεως παρευρίσκονται μόνο τα μέλη του Συλλόγου. Η παρουσία άλλων προσώπων επιτρέπεται μετά από απόφαση και πρόσκληση του διοικητικού συμβουλίου ή απόφαση της Συνελεύσεως.».

Η υπεύθυνη νομοθεσίας της ΟΔΕΕ

Αικατερίνη Γκουρνέλου

πηγή: ΟΔΕΕ